Στάσιμος στα ολλανδικά

Μετάφραση: στάσιμος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stationair, stilstaand, stationaire, stilstaande, vaste
Στάσιμος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στάσιμος

στάσιμος συνώνυμα, μένω στάσιμος, στάσιμος συνώνυμο, στάσιμος οικισμός, στάσιμος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, στάσιμος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • στάμνα στα ολλανδικά - kruik, kan, werper, waterkruik, pitcher, werpster
  • στάση στα ολλανδικά - lager, houding, attitude, instelling, houding van, houding ten
  • στάχτη στα ολλανδικά - es, as, sintels, cinders, koolslakken, de as
  • στέγαση στα ολλανδικά - aanpassing, onderdak, kwartier, adaptatie, huisvesting, logies, bewerking, ...
Τυχαίες λέξεις
Στάσιμος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: stationair, stilstaand, stationaire, stilstaande, vaste