Ωρύομαι στα γερμανικά
Μετάφραση: ωρύομαι, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gebrüll, getöse, schreien, Schrei, scream, schreie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωρύομαι
ωρύομαι ετυμολογία, ωρύομαι κλιση, ωρύομαι λεξικό γλώσσας γερμανικά, ωρύομαι στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ωριμάζω στα γερμανικά - altern, heranwachsen, ausgereift, reifen, wachsen, reif, mündig, ...
- ωριμότητα στα γερμανικά - fälligkeit, reife, Reife, Fälligkeit, Laufzeit
- ωστόσο στα γερμανικά - nichtsdestoweniger, da, gleichwohl, trotzdem, schon, aber, jedoch, ...
- ωτακουστώ στα γερμανικά - lauschen, mithören, belauschen, überhören, hören, zu belauschen
Τυχαίες λέξεις
Ωρύομαι στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: gebrüll, getöse, schreien, Schrei, scream, schreie
Μεταφράσεις: gebrüll, getöse, schreien, Schrei, scream, schreie