Ωρύομαι στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ωρύομαι, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гарлапаніць, крычаць, араць, орать, галасіць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωρύομαι
ωρύομαι ετυμολογία, ωρύομαι κλιση, ωρύομαι λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ωρύομαι στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ωριμάζω στα λευκορωσικά - сьпелы, сьпець, спелы, сталы, дарослы
- ωριμότητα στα λευκορωσικά - сталасць, спеласць, сталасьць, сьпеласьць, сталасці
- ωστόσο στα λευκορωσικά - яшчэ, аднак, але
- ωτακουστώ στα λευκορωσικά - падслухоўваць, падслухоўваць чужыя размовы, падслухоўваць каля дзвярэй, падслухаем, каб падслухаць
Τυχαίες λέξεις
Ωρύομαι στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: гарлапаніць, крычаць, араць, орать, галасіць
Μεταφράσεις: гарлапаніць, крычаць, араць, орать, галасіць