Ωρύομαι στα κροατικά
Μετάφραση: ωρύομαι, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rika, buka, bučati, brujati, vrištati, vrisak, vrisnuti, vikati, krik
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωρύομαι
ωρύομαι ετυμολογία, ωρύομαι κλιση, ωρύομαι λεξικό γλώσσας κροατικά, ωρύομαι στα κροατικά
Μεταφράσεις
- ωριμάζω στα κροατικά - zreti, dozreti, dorastao, dozrijevati, sazreti, nastupiti, zreo, ...
- ωριμότητα στα κροατικά - dospijeće, ročnost, istek, završenost, zrelost, dospijeća, zrelosti, ...
- ωστόσο στα κροατικά - još, ipak, međutim, unatoč, već, no
- ωτακουστώ στα κροατικά - prisluškivati, osluškivati, slučajno čuti, čuti, čuti što, osluhnuti
Τυχαίες λέξεις
Ωρύομαι στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: rika, buka, bučati, brujati, vrištati, vrisak, vrisnuti, vikati, krik
Μεταφράσεις: rika, buka, bučati, brujati, vrištati, vrisak, vrisnuti, vikati, krik