Ωρύομαι στα ιταλικά
Μετάφραση: ωρύομαι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
urlo, ruggire, ruggito, boato, urlare, gridare, grido, strillare
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωρύομαι
ωρύομαι ετυμολογία, ωρύομαι κλιση, ωρύομαι λεξικό γλώσσας ιταλικά, ωρύομαι στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ωριμάζω στα ιταλικά - maturo, matura, in età matura, maturi, mature
- ωριμότητα στα ιταλικά - maturità, scadenza, durata, maturazione, la maturità
- ωστόσο στα ιταλικά - ancora, tuttavia, nondimeno, nonostante, però, comunque, ma, ...
- ωτακουστώ στα ιταλικά - origliare, udire, overhear, udire per caso
Τυχαίες λέξεις
Ωρύομαι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: urlo, ruggire, ruggito, boato, urlare, gridare, grido, strillare
Μεταφράσεις: urlo, ruggire, ruggito, boato, urlare, gridare, grido, strillare