Ωρύομαι στα ισλανδικά
Μετάφραση: ωρύομαι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gnauða, belja, öskra, að öskra, hrópaði, öskur
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωρύομαι
ωρύομαι ετυμολογία, ωρύομαι κλιση, ωρύομαι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ωρύομαι στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ωριμάζω στα ισλανδικά - þroskaður, þroskað, þroska, þroskast, þroskaðri
- ωριμότητα στα ισλανδικά - þroski, þroska, gjalddaga, lánstími, gjalddagi
- ωστόσο στα ισλανδικά - þó, samt, Hins, hins vegar, betur, Hvernig sem
- ωτακουστώ στα ισλανδικά - heyri, overhear
Τυχαίες λέξεις
Ωρύομαι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: gnauða, belja, öskra, að öskra, hrópaði, öskur
Μεταφράσεις: gnauða, belja, öskra, að öskra, hrópaði, öskur