Ωρύομαι στα ρουμανικά

Μετάφραση: ωρύομαι, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
țipa, striga, țipe, urle, țipi
Ωρύομαι στα ρουμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωρύομαι

ωρύομαι ετυμολογία, ωρύομαι κλιση, ωρύομαι λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ωρύομαι στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • ωριμάζω στα ρουμανικά - matur, mature, matură, matura, maturi
  • ωριμότητα στα ρουμανικά - scadență, maturitate, scadența, maturitatea, scadenta
  • ωστόσο στα ρουμανικά - nc, totuşi, totuși, toate acestea, însă, cu toate acestea, dar
  • ωτακουστώ στα ρουμανικά - surprinde, auzi, auzit, aud, audă
Τυχαίες λέξεις
Ωρύομαι στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: țipa, striga, țipe, urle, țipi