Ωρύομαι στα πολωνικά
Μετάφραση: ωρύομαι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
trąbić, zaryczeć, grzmieć, huczeć, huk, ryk, ryczeć, wydzierać, krzyczeć, krzyk, wrzasnąć, wrzask, krzyczą
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωρύομαι
ωρύομαι ετυμολογία, ωρύομαι κλιση, ωρύομαι λεξικό γλώσσας πολωνικά, ωρύομαι στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ωριμάζω στα πολωνικά - dojrzeć, dojrzały, wydorośleć, dojrzewać, odstawać, starsze, dojrzałe, ...
- ωριμότητα στα πολωνικά - dorosłość, płatność, dojrzałość, termin płatności, zapadalności, dojrzałości, termin zapadalności
- ωστόσο στα πολωνικά - już, dotąd, wszelako, nawet, dotychczas, jednak, jakkolwiek, ...
- ωτακουστώ στα πολωνικά - podsłuchać, podsłuchiwać, usłyszeć, overhear
Τυχαίες λέξεις
Ωρύομαι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: trąbić, zaryczeć, grzmieć, huczeć, huk, ryk, ryczeć, wydzierać, krzyczeć, krzyk, wrzasnąć, wrzask, krzyczą
Μεταφράσεις: trąbić, zaryczeć, grzmieć, huczeć, huk, ryk, ryczeć, wydzierać, krzyczeć, krzyk, wrzasnąć, wrzask, krzyczą