Ωρύομαι στα τούρκικα
Μετάφραση: ωρύομαι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gürleme, çığlık, scream, bağırmak, haykırmak, çığlık atmaya
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωρύομαι
ωρύομαι ετυμολογία, ωρύομαι κλιση, ωρύομαι λεξικό γλώσσας τούρκικα, ωρύομαι στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ωριμάζω στα τούρκικα - ergin, olgun, olgun bir, matür, olgunlaşmış
- ωριμότητα στα τούρκικα - vade, vadesi, vadeli, olgunluk, vadeye
- ωστόσο στα τούρκικα - ancak, Bununla birlikte, Bununla, Fakat
- ωτακουστώ στα τούρκικα - kulak misafiri olmak, kulak misafiri, duymayabiliriz, konuşmalarına kulak misafiri, aşırı ısınmanın olduğu
Τυχαίες λέξεις
Ωρύομαι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: gürleme, çığlık, scream, bağırmak, haykırmak, çığlık atmaya
Μεταφράσεις: gürleme, çığlık, scream, bağırmak, haykırmak, çığlık atmaya