Αλυσίδα στα λιθουανικά

Μετάφραση: αλυσίδα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rakinti, grandinė, grandinėlė, grandinės, grandinę, tinklas, grandinėje
Αλυσίδα στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλυσίδα

αλυσίδα φούρνων, αλυσίδα σπύρου, αλυσίδα αλυσοπρίονου, αλυσίδα σπύρου αρτοποιεια, αλυσίδα ελβιέλα, αλυσίδα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αλυσίδα στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • αλουμινόχαρτο στα λιθουανικά - sidabro, sidabras, sidabrinė, silver, sidabrinis
  • αλτρουιστής στα λιθουανικά - Altruistas, Altruist, Altruista
  • αλυσίδα στα λιθουανικά - rakinti, grandinė, grandinėlė, grandinės, grandinę, tinklas, grandinėje
  • αλφάβητο στα λιθουανικά - abėcėlė, alfabetas, Alfabetas, abėcėlės, abėcėlę, alphabet
  • αλφαβητικός στα λιθουανικά - abėcėliškas, abėcėlinis, Abecadłowy, Abėcėlės, alfabetinis
Τυχαίες λέξεις
Αλυσίδα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: rakinti, grandinė, grandinėlė, grandinės, grandinę, tinklas, grandinėje