Αμφιλεγόμενος στα δανικά
Μετάφραση: αμφιλεγόμενος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kontroversielle, kontroversiel, kontroversielt, omstridt, omstridte
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφιλεγόμενος
αμφιλεγόμενος βικιλεξικο, αμφιλεγόμενος προταση, αμφιλεγόμενος συνώνυμα, αμφιλεγόμενος λεξικο, αμφιλεγόμενος προτασεις, αμφιλεγόμενος λεξικό γλώσσας δανικά, αμφιλεγόμενος στα δανικά
Μεταφράσεις
- αμφιβολία στα δανικά - tvivl, tvivle, tvivl om, i tvivl
- αμφιθέατρο στα δανικά - amfiteater, amfiteatret, amfiteateret
- αμφιρρέπω στα δανικά - straddle, portaltruck, skræve, portalfod, breder sig over
- αμφισβητήσιμος στα δανικά - tvivlsom, tvivlsomt, tvivlsomme, spørgsmålstegn
Τυχαίες λέξεις
Αμφιλεγόμενος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kontroversielle, kontroversiel, kontroversielt, omstridt, omstridte
Μεταφράσεις: kontroversielle, kontroversiel, kontroversielt, omstridt, omstridte