Αμφιλεγόμενος στα ολλανδικά
Μετάφραση: αμφιλεγόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
controversiële, controversieel, omstreden
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφιλεγόμενος
αμφιλεγόμενος βικιλεξικο, αμφιλεγόμενος προταση, αμφιλεγόμενος συνώνυμα, αμφιλεγόμενος λεξικο, αμφιλεγόμενος προτασεις, αμφιλεγόμενος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αμφιλεγόμενος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αμφιβολία στα ολλανδικά - dubben, twijfel, betwijfelen, twijfelen, ongetwijfeld, twijfel over, overduidelijk, ...
- αμφιθέατρο στα ολλανδικά - amfitheater, amphitheater, amphitheatre, amfitheater van, het amfitheater
- αμφιρρέπω στα ολλανδικά - weerszijden, Portaaltractor, straddle, portaalwagens
- αμφισβητήσιμος στα ολλανδικά - twijfelachtig, bedenkelijk, twijfelachtige, vraag, de vraag
Τυχαίες λέξεις
Αμφιλεγόμενος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: controversiële, controversieel, omstreden
Μεταφράσεις: controversiële, controversieel, omstreden