Αμφιλεγόμενος στα ιταλικά
Μετάφραση: αμφιλεγόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
controverso, controversa, controversi, controverse, discutibile
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφιλεγόμενος
αμφιλεγόμενος βικιλεξικο, αμφιλεγόμενος προταση, αμφιλεγόμενος συνώνυμα, αμφιλεγόμενος λεξικο, αμφιλεγόμενος προτασεις, αμφιλεγόμενος λεξικό γλώσσας ιταλικά, αμφιλεγόμενος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αμφιβολία στα ιταλικά - dubbio, dubitare, dubbi, sicuramente, di dubbio
- αμφιθέατρο στα ιταλικά - anfiteatro, dell'anfiteatro, all'anfiteatro, amphitheater, amphitheatre
- αμφιρρέπω στα ιταλικά - straddle, scavallatori, cavaliere, a cavaliere, cavaliere per
- αμφισβητήσιμος στα ιταλικά - discutibile, discutibili, dubbio, dubbia, opinabile
Τυχαίες λέξεις
Αμφιλεγόμενος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: controverso, controversa, controversi, controverse, discutibile
Μεταφράσεις: controverso, controversa, controversi, controverse, discutibile