Αμφιλεγόμενος στα ουκρανικά
Μετάφραση: αμφιλεγόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спірний, полемічний, заперечливий, логічний, дискусійний, спірне, суперечливий, суперечливе, спірну
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφιλεγόμενος
αμφιλεγόμενος βικιλεξικο, αμφιλεγόμενος προταση, αμφιλεγόμενος συνώνυμα, αμφιλεγόμενος λεξικο, αμφιλεγόμενος προτασεις, αμφιλεγόμενος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αμφιλεγόμενος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αμφιβολία στα ουκρανικά - сумніватися, сумнів, сумніви
- αμφιθέατρο στα ουκρανικά - амфітеатр
- αμφιρρέπω στα ουκρανικά - гойдатись, коливатися, хитатися, вагатися, коливатиметься, коливатись, коливатимуться
- αμφισβητήσιμος στα ουκρανικά - дискусійний, спірний, полемічний, сумнівний, сумнівне
Τυχαίες λέξεις
Αμφιλεγόμενος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: спірний, полемічний, заперечливий, логічний, дискусійний, спірне, суперечливий, суперечливе, спірну
Μεταφράσεις: спірний, полемічний, заперечливий, логічний, дискусійний, спірне, суперечливий, суперечливе, спірну