Αμφιλεγόμενος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αμφιλεγόμενος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
controverso, controversa, polêmico, controversos, polêmica
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφιλεγόμενος
αμφιλεγόμενος βικιλεξικο, αμφιλεγόμενος προταση, αμφιλεγόμενος συνώνυμα, αμφιλεγόμενος λεξικο, αμφιλεγόμενος προτασεις, αμφιλεγόμενος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αμφιλεγόμενος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αμφιβολία στα πορτογαλικά - trair, incerteza, dúvida, duvidar, dúvidas, dúvida de, dúvidas de
- αμφιθέατρο στα πορτογαλικά - anfiteatro, amphitheater, amphitheatre, anfiteatro ao
- αμφιρρέπω στα πορτογαλικά - vacilar, vacina, atitude indecisa, pernalta, de forquilha, escarranche, de straddle
- αμφισβητήσιμος στα πορτογαλικά - questionável, questionáveis, duvidosa, discutível, duvidoso
Τυχαίες λέξεις
Αμφιλεγόμενος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: controverso, controversa, polêmico, controversos, polêmica
Μεταφράσεις: controverso, controversa, polêmico, controversos, polêmica