Ανακούφιση στα δανικά

Μετάφραση: ανακούφιση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
relief, lindring, lettelse, fritagelse, forholdsregler
Ανακούφιση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακούφιση

ανακούφιση από βήχα, ανακούφιση συνώνυμα, ανακούφιση από πονοκέφαλο, ανακούφιση από πόνους περιόδου, ανακούφιση από τσιμπήματα κουνουπιών, ανακούφιση λεξικό γλώσσας δανικά, ανακούφιση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ανακοπή στα δανικά - fiasko, svigt, manglende, ikke, fejl
  • ανακουφίζω στα δανικά - komfort, Comfort, komforten, trøst
  • ανακρίβεια στα δανικά - unøjagtighed, urigtighed, unøjagtigheder, urigtige, unøjagtigheden
  • ανακρίνω στα δανικά - spørgsmål, forespørgsel, krydsforhøre, udspørge, at krydsforhøre
Τυχαίες λέξεις
Ανακούφιση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: relief, lindring, lettelse, fritagelse, forholdsregler