Ανακούφιση στα σλοβενικά
Μετάφραση: ανακούφιση, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plastika, relief, olajšava, olajšave, oprostitev, olajšavo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανακούφιση
ανακούφιση από βήχα, ανακούφιση συνώνυμα, ανακούφιση από πονοκέφαλο, ανακούφιση από πόνους περιόδου, ανακούφιση από τσιμπήματα κουνουπιών, ανακούφιση λεξικό γλώσσας σλοβενικά, ανακούφιση στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- ανακοπή στα σλοβενικά - neuspeh, odpoved, napaka, okvara, okvare
- ανακουφίζω στα σλοβενικά - zmignit, udobje, comfort, udobnost, udobja, udobne
- ανακρίβεια στα σλοβενικά - netočnost, nenatančnost, netočnosti, nepravilnost, netočnost v
- ανακρίνω στα σλοβενικά - vprašanje, spraševati, vprašati, navzkrižno zaslišati
Τυχαίες λέξεις
Ανακούφιση στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: plastika, relief, olajšava, olajšave, oprostitev, olajšavo
Μεταφράσεις: plastika, relief, olajšava, olajšave, oprostitev, olajšavo