Ανακούφιση στα ισλανδικά

Μετάφραση: ανακούφιση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
huggun, léttir, Relief, neyðaraðstoð
Ανακούφιση στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακούφιση

ανακούφιση από βήχα, ανακούφιση συνώνυμα, ανακούφιση από πονοκέφαλο, ανακούφιση από πόνους περιόδου, ανακούφιση από τσιμπήματα κουνουπιών, ανακούφιση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ανακούφιση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανακοπή στα ισλανδικά - bilun, tekst, mistök, bilun á
  • ανακουφίζω στα ισλανδικά - þægindi, Comfort, herbergis, huggun
  • ανακρίβεια στα ισλανδικά - ónákvæmni
  • ανακρίνω στα ισλανδικά - spurning, kross, yfir, milli, á milli, þvert
Τυχαίες λέξεις
Ανακούφιση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: huggun, léttir, Relief, neyðaraðstoð