Ανακούφιση στα εσθονικά

Μετάφραση: ανακούφιση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
reljeef, vabastus, abi, leevendust, kergendust, asendus-
Ανακούφιση στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακούφιση

ανακούφιση από βήχα, ανακούφιση συνώνυμα, ανακούφιση από πονοκέφαλο, ανακούφιση από πόνους περιόδου, ανακούφιση από τσιμπήματα κουνουπιών, ανακούφιση λεξικό γλώσσας εσθονικά, ανακούφιση στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ανακοπή στα εσθονικά - vedrustus, peatamine, ebaedu, rike, ebaõnnestumine, jätmise, rikke
  • ανακουφίζω στα εσθονικά - leevendama, vaigistama, kergendama, mugavus, Comfort, mugavuse, mugavust, ...
  • ανακρίβεια στα εσθονικά - ebatäpsus, ebatäpsuse, ebatäpsust, ebaõigsus, ebatäpsusest
  • ανακρίνω στα εσθονικά - küsimus, kahtlema, rest, küpsetama, grill, küsitlema, ristküsitlema, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανακούφιση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: reljeef, vabastus, abi, leevendust, kergendust, asendus-