Ανακούφιση στα νορβηγικά
Μετάφραση: ανακούφιση, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lettelse, unnsetning, hjelp, lindring, relieff, relief, avlastnings
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανακούφιση
ανακούφιση από βήχα, ανακούφιση συνώνυμα, ανακούφιση από πονοκέφαλο, ανακούφιση από πόνους περιόδου, ανακούφιση από τσιμπήματα κουνουπιών, ανακούφιση λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ανακούφιση στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- ανακοπή στα νορβηγικά - stans, svikt, fiasko, feil
- ανακουφίζω στα νορβηγικά - komfort, trøst, komforten, Comfort
- ανακρίβεια στα νορβηγικά - unøyaktighet, unøyaktigheter, unøyaktig, unøyaktigheten
- ανακρίνω στα νορβηγικά - spørsmål, forhøre, rist, forespørsel, kryss-, tverr, kryss, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανακούφιση στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: lettelse, unnsetning, hjelp, lindring, relieff, relief, avlastnings
Μεταφράσεις: lettelse, unnsetning, hjelp, lindring, relieff, relief, avlastnings