Ανακούφιση στα ουκρανικά

Μετάφραση: ανακούφιση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
земля, рельєф
Ανακούφιση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακούφιση

ανακούφιση από βήχα, ανακούφιση συνώνυμα, ανακούφιση από πονοκέφαλο, ανακούφιση από πόνους περιόδου, ανακούφιση από τσιμπήματα κουνουπιών, ανακούφιση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανακούφιση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ανακοπή στα ουκρανικά - підвішування, вішання, суспензія, висячий, відмова, відмову, відмови
  • ανακουφίζω στα ουκρανικά - переміна, ослабляти, рельєфність, зміна, послаблювати, визволення, заспокойте, ...
  • ανακρίβεια στα ουκρανικά - недосяжний, неточність
  • ανακρίνω στα ουκρανικά - розшук, ховання, допитувати, допитуватимуть, допитуватиме
Τυχαίες λέξεις
Ανακούφιση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: земля, рельєф