Αναστολή στα δανικά

Μετάφραση: αναστολή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
suspension, suspensionen, udsættelse, suspenderes, affjedring
Αναστολή στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναστολή

αναστολή προθεσμιών λόγω εκλογών, αναστολή αδειών λόγω εκλογών 2014, αναστολή δικαστηρίων λόγω εκλογών, αναστολή αδειών λόγω εκλογών, αναστολή δικαστηρίων λόγω εκλογών 2014, αναστολή λεξικό γλώσσας δανικά, αναστολή στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αναστεναγμός στα δανικά - sukke, suk, sigh, sukkede
  • αναστηλώνω στα δανικά - løfte, hæve, avle, opdrage, restaureret, genoprettet, gendannet, ...
  • αναστροφή στα δανικά - inversion, invertering, vende, omvending, at vende
  • ανασυγκρότηση στα δανικά - genopbygning, rekonstruktion, genopbygningen, rekonstruktionen, ombygning
Τυχαίες λέξεις
Αναστολή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: suspension, suspensionen, udsættelse, suspenderes, affjedring