Αναστολή στα λιθουανικά
Μετάφραση: αναστολή, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pauzė, pertrauka, sustabdymas, suspensija, pakaba, sustabdymo, suspensijos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναστολή
αναστολή προθεσμιών λόγω εκλογών, αναστολή αδειών λόγω εκλογών 2014, αναστολή δικαστηρίων λόγω εκλογών, αναστολή αδειών λόγω εκλογών, αναστολή δικαστηρίων λόγω εκλογών 2014, αναστολή λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αναστολή στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αναστεναγμός στα λιθουανικά - atodūsis, aikčioti, atsidusti, ošti, atsidusimas
- αναστηλώνω στα λιθουανικά - sklaidytis, atkurta, atkurtas, atkurtos, atstatyti, atstatytas
- αναστροφή στα λιθουανικά - inversija, inversijos, apvertimas, inversijos terapija, atvirkštinė tvarka
- ανασυγκρότηση στα λιθουανικά - rekonstrukcija, rekonstrukcijos, atstatymo, rekonstravimas, rekonstruoti
Τυχαίες λέξεις
Αναστολή στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pauzė, pertrauka, sustabdymas, suspensija, pakaba, sustabdymo, suspensijos
Μεταφράσεις: pauzė, pertrauka, sustabdymas, suspensija, pakaba, sustabdymo, suspensijos