Αναστολή στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: αναστολή, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
суспензија, суспензијата, суспендирање, прекин, потпирање
Αναστολή στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναστολή

αναστολή προθεσμιών λόγω εκλογών, αναστολή αδειών λόγω εκλογών 2014, αναστολή δικαστηρίων λόγω εκλογών, αναστολή αδειών λόγω εκλογών, αναστολή δικαστηρίων λόγω εκλογών 2014, αναστολή λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αναστολή στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • αναστεναγμός στα σλαβομακεδονικά - воздишка, Воздивнува, воздишката, издишка, глетка
  • αναστηλώνω στα σλαβομακεδονικά - реставрирани, реставрирана, обновени, обновен, обновена
  • αναστροφή στα σλαβομακεδονικά - инверзија, инверзијата, инверзен, инверзија на, превртување
  • ανασυγκρότηση στα σλαβομακεδονικά - реконструкција, реконструкцијата, реконструкција на, за реконструкција, обнова
Τυχαίες λέξεις
Αναστολή στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: суспензија, суспензијата, суспендирање, прекин, потпирање