Αναστολή στα ουκρανικά

Μετάφραση: αναστολή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
висячий, суспензія, підвішування, вішання, підвіска, подвеска
Αναστολή στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναστολή

αναστολή προθεσμιών λόγω εκλογών, αναστολή αδειών λόγω εκλογών 2014, αναστολή δικαστηρίων λόγω εκλογών, αναστολή αδειών λόγω εκλογών, αναστολή δικαστηρίων λόγω εκλογών 2014, αναστολή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αναστολή στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αναστεναγμός στα ουκρανικά - подув, зітхніть, зітхання, подих, вздох
  • αναστηλώνω στα ουκρανικά - відновлення, відбудову, дощової, дощовою, дощовій, спорудити, дощовий, ...
  • αναστροφή στα ουκρανικά - протилежності, інверсія
  • ανασυγκρότηση στα ουκρανικά - відновлення, реконструкція, реконструкцію
Τυχαίες λέξεις
Αναστολή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: висячий, суспензія, підвішування, вішання, підвіска, подвеска