Αναστολή στα τούρκικα
Μετάφραση: αναστολή, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
süspansiyon, süspansiyonu, askı, asma
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναστολή
αναστολή προθεσμιών λόγω εκλογών, αναστολή αδειών λόγω εκλογών 2014, αναστολή δικαστηρίων λόγω εκλογών, αναστολή αδειών λόγω εκλογών, αναστολή δικαστηρίων λόγω εκλογών 2014, αναστολή λεξικό γλώσσας τούρκικα, αναστολή στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αναστεναγμός στα τούρκικα - iç çekiş, sigh, iç çekişi, siir, iç geçiriyorum
- αναστηλώνω στα τούρκικα - onarmak, çoğaltmak, kaldırmak, yükseltmek, onarılmış, restore, geri, ...
- αναστροφή στα τούρκικα - ters çevirme, inversiyon, ters, inversiyonu, inversion
- ανασυγκρότηση στα τούρκικα - imar, rekonstrüksiyon, yeniden yapılanma, rekonstrüksiyonu, yeniden inşa
Τυχαίες λέξεις
Αναστολή στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: süspansiyon, süspansiyonu, askı, asma
Μεταφράσεις: süspansiyon, süspansiyonu, askı, asma