Ανεξαρτησία στα δανικά
Μετάφραση: ανεξαρτησία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
uafhængighed, selvstændighed, uafhængigheden, uafhængigt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανεξαρτησία
ανεξαρτησία ινδίας, ανεξαρτησία σερβίας, ανεξαρτησία δικαιοσύνης, ανεξαρτησία βενετίας, ανεξαρτησία σκωτίας, ανεξαρτησία λεξικό γλώσσας δανικά, ανεξαρτησία στα δανικά
Μεταφράσεις
- ανεμώδης στα δανικά - blæsende, blæser, blæst, megen vind
- ανεξάρτητος στα δανικά - uafhængig, uafhængige, uafhængigt, selvstændig, selvstændigt
- ανεπάρκεια στα δανικά - insufficiens, utilstrækkelige, nyrefunktion, utilstrækkelig, leverfunktion
- ανεπίσημος στα δανικά - tilfældig, uformel, uformelle, uformelt
Τυχαίες λέξεις
Ανεξαρτησία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: uafhængighed, selvstændighed, uafhængigheden, uafhængigt
Μεταφράσεις: uafhængighed, selvstændighed, uafhængigheden, uafhængigt