Ανεξαρτησία στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ανεξαρτησία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
independência, a independência, da independência, autonomia, de independência
Ανεξαρτησία στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεξαρτησία

ανεξαρτησία ινδίας, ανεξαρτησία σερβίας, ανεξαρτησία δικαιοσύνης, ανεξαρτησία βενετίας, ανεξαρτησία σκωτίας, ανεξαρτησία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανεξαρτησία στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ανεμώδης στα πορτογαλικά - ventoso, windy, ventosa, vento, muito vento
  • ανεξάρτητος στα πορτογαλικά - soberano, independente, Independent, independentes, independentemente
  • ανεπάρκεια στα πορτογαλικά - insuficiência, a insuficiência, de insuficiência, insuficiência de
  • ανεπίσημος στα πορτογαλικά - ordinário, comum, vulgar, informal, informais, informal de
Τυχαίες λέξεις
Ανεξαρτησία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: independência, a independência, da independência, autonomia, de independência