Ανεξαρτησία στα ιταλικά

Μετάφραση: ανεξαρτησία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
indipendenza, autonomia, l'indipendenza, dell'indipendenza, all'indipendenza
Ανεξαρτησία στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεξαρτησία

ανεξαρτησία ινδίας, ανεξαρτησία σερβίας, ανεξαρτησία δικαιοσύνης, ανεξαρτησία βενετίας, ανεξαρτησία σκωτίας, ανεξαρτησία λεξικό γλώσσας ιταλικά, ανεξαρτησία στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ανεμώδης στα ιταλικά - ventoso, verboso, vento, ventosa, ventilata, di vento
  • ανεξάρτητος στα ιταλικά - indipendente, autonomo, indipendenti, singola, singola a
  • ανεπάρκεια στα ιταλικά - insufficienza, l'insufficienza, un'insufficienza, di insufficienza, dell'insufficienza
  • ανεπίσημος στα ιταλικά - comune, casuale, occasionale, accidentale, fortuito, informale, informali, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανεξαρτησία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: indipendenza, autonomia, l'indipendenza, dell'indipendenza, all'indipendenza