Ανθεκτικός στα δανικά
Μετάφραση: ανθεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fast, resistente, resistent, modstandsdygtig, modstandsdygtige, resistente over
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανθεκτικός
ανθεκτικός ασκίτης, ανθεκτικός translation, ανθεκτικόσ συνώνυμο, ανθεκτικός στα αγγλικά, ανθεκτικός στη μεθικιλλίνη χρυσίζων σταφυλόκοκκος, ανθεκτικός λεξικό γλώσσας δανικά, ανθεκτικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- ανθήρας στα δανικά - anther, støvknap, støvknap-, støvknappens, støvknappen
- ανθίζω στα δανικά - blomst, blomstring, blomstre, blossom, bloom, blomster
- ανθολογία στα δανικά - antologi, antologien, anthology
- ανθοπώλης στα δανικά - blomsterhandler, blomsterhandleren, florist, blomsterforretning
Τυχαίες λέξεις
Ανθεκτικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fast, resistente, resistent, modstandsdygtig, modstandsdygtige, resistente over
Μεταφράσεις: fast, resistente, resistent, modstandsdygtig, modstandsdygtige, resistente over