Ανθεκτικός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ανθεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
моцны, ўстойлівы, стойкі, устойлівы
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανθεκτικός
ανθεκτικός ασκίτης, ανθεκτικός translation, ανθεκτικόσ συνώνυμο, ανθεκτικός στα αγγλικά, ανθεκτικός στη μεθικιλλίνη χρυσίζων σταφυλόκοκκος, ανθεκτικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ανθεκτικός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ανθήρας στα λευκορωσικά - пылавік
- ανθίζω στα λευκορωσικά - кветка, цьвiсьцi, квітнець, цвісці, цьвісьці
- ανθολογία στα λευκορωσικά - анталогія
- ανθοπώλης στα λευκορωσικά - фларыст, фларысты
Τυχαίες λέξεις
Ανθεκτικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: моцны, ўстойлівы, стойкі, устойлівы
Μεταφράσεις: моцны, ўстойлівы, стойкі, устойлівы