Ανοικοδόμηση στα δανικά
Μετάφραση: ανοικοδόμηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
genopbygning, rekonstruktion, genopbygningen, rekonstruktionen, ombygning
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοικοδόμηση
ανοικοδόμηση λεξικο, ανοικοδόμηση του ναού του σολομώντα, ανοικοδόμηση συνώνυμο, ανοικοδόμηση ορισμός, ανοικοδόμηση σημασια, ανοικοδόμηση λεξικό γλώσσας δανικά, ανοικοδόμηση στα δανικά
Μεταφράσεις
- ανοίγω στα δανικά - åbne, åbent, åben, Åbn, Open
- ανοησίες στα δανικά - nonsens, vrøvl, noget vrøvl, nonsense, sludder
- ανοικτός στα δανικά - åbne, åbent, åben, Åbn, Open
- ανοιχτά στα δανικά - åbent, åbenlyst, åben, åbent at
Τυχαίες λέξεις
Ανοικοδόμηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: genopbygning, rekonstruktion, genopbygningen, rekonstruktionen, ombygning
Μεταφράσεις: genopbygning, rekonstruktion, genopbygningen, rekonstruktionen, ombygning