Ανοικοδόμηση στα ισλανδικά
Μετάφραση: ανοικοδόμηση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
endurreisn, enduruppbyggingu, uppbyggingu, endurbygging, uppbyggingarstarf
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοικοδόμηση
ανοικοδόμηση λεξικο, ανοικοδόμηση του ναού του σολομώντα, ανοικοδόμηση συνώνυμο, ανοικοδόμηση ορισμός, ανοικοδόμηση σημασια, ανοικοδόμηση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ανοικοδόμηση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ανοίγω στα ισλανδικά - opna, opinn, opin, opið, opnar
- ανοησίες στα ισλανδικά - bull, vitleysa, hött, í hött, vitleysu
- ανοικτός στα ισλανδικά - opna, opinn, opin, opið, opnar
- ανοιχτά στα ισλανδικά - opinskátt, opinberlega, opinskátt að, opinskátt í
Τυχαίες λέξεις
Ανοικοδόμηση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: endurreisn, enduruppbyggingu, uppbyggingu, endurbygging, uppbyggingarstarf
Μεταφράσεις: endurreisn, enduruppbyggingu, uppbyggingu, endurbygging, uppbyggingarstarf