Ανοικοδόμηση στα ιταλικά

Μετάφραση: ανοικοδόμηση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ricostruzione, la ricostruzione, di ricostruzione, ristrutturazione, alla ricostruzione
Ανοικοδόμηση στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανοικοδόμηση

ανοικοδόμηση λεξικο, ανοικοδόμηση του ναού του σολομώντα, ανοικοδόμηση συνώνυμο, ανοικοδόμηση ορισμός, ανοικοδόμηση σημασια, ανοικοδόμηση λεξικό γλώσσας ιταλικά, ανοικοδόμηση στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ανοίγω στα ιταλικά - dischiudere, esordire, aperto, aprire, aperta, aperti, aperte
  • ανοησίες στα ιταλικά - assurdità, nonsenso, sciocchezza, sciocchezze, nonsense, una sciocchezza
  • ανοικτός στα ιταλικά - esordire, onesto, aprire, aperto, dischiudere, aperta, aperti, ...
  • ανοιχτά στα ιταλικά - apertamente, aperta, pubblicamente, apertamente la, francamente
Τυχαίες λέξεις
Ανοικοδόμηση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: ricostruzione, la ricostruzione, di ricostruzione, ristrutturazione, alla ricostruzione