Ανοικοδόμηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανοικοδόμηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wederopbouw, reconstructie, de wederopbouw, heropbouw, wederopbouw van
Ανοικοδόμηση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανοικοδόμηση

ανοικοδόμηση λεξικο, ανοικοδόμηση του ναού του σολομώντα, ανοικοδόμηση συνώνυμο, ανοικοδόμηση ορισμός, ανοικοδόμηση σημασια, ανοικοδόμηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανοικοδόμηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανοίγω στα ολλανδικά - openlijk, opendoen, openen, openmaken, open, geopend, geopende, ...
  • ανοησίες στα ολλανδικά - gekheid, zever, onzinnigheid, absurditeit, nonsens, onzin, nonsense, ...
  • ανοικτός στα ολλανδικά - openlijk, openmaken, open, opendoen, openen, geopend, geopende, ...
  • ανοιχτά στα ολλανδικά - rondweg, ronduit, openlijk, open, openlijk te, openbaar, openheid
Τυχαίες λέξεις
Ανοικοδόμηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wederopbouw, reconstructie, de wederopbouw, heropbouw, wederopbouw van