Ανοικοδόμηση στα εσθονικά

Μετάφραση: ανοικοδόμηση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rekonstrueerimine, rekonstrueerimise, ülesehitustöö, ülesehitamiseks, rekonstrueerimist
Ανοικοδόμηση στα εσθονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανοικοδόμηση

ανοικοδόμηση λεξικο, ανοικοδόμηση του ναού του σολομώντα, ανοικοδόμηση συνώνυμο, ανοικοδόμηση ορισμός, ανοικοδόμηση σημασια, ανοικοδόμηση λεξικό γλώσσας εσθονικά, ανοικοδόμηση στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ανοίγω στα εσθονικά - lahti, avama, avalik, avatud, on avatud, open, avada
  • ανοησίες στα εσθονικά - vadin, mula, jama, mõttetu, mõttetus, nonsenss, mõttetusi
  • ανοικτός στα εσθονικά - lahti, avama, avalik, avatud, on avatud, open, avada
  • ανοιχτά στα εσθονικά - avalikult, avatult, avameelselt, läbipaistvalt
Τυχαίες λέξεις
Ανοικοδόμηση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: rekonstrueerimine, rekonstrueerimise, ülesehitustöö, ülesehitamiseks, rekonstrueerimist