Ανοικοδόμηση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ανοικοδόμηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reconstrução, de reconstrução, a reconstrução, reconstrução do, reconstrução de
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοικοδόμηση
ανοικοδόμηση λεξικο, ανοικοδόμηση του ναού του σολομώντα, ανοικοδόμηση συνώνυμο, ανοικοδόμηση ορισμός, ανοικοδόμηση σημασια, ανοικοδόμηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανοικοδόμηση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ανοίγω στα πορτογαλικά - no, abrir, em, aberto, na, aberta, abertos, ...
- ανοησίες στα πορτογαλικά - absurdo, disparate, bobagem, tolice, um disparate
- ανοικτός στα πορτογαλικά - aberto, na, em, no, abrir, aberta, abertos, ...
- ανοιχτά στα πορτογαλικά - abertamente, abertura, aberta, publicamente, forma aberta, abertamente a
Τυχαίες λέξεις
Ανοικοδόμηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: reconstrução, de reconstrução, a reconstrução, reconstrução do, reconstrução de
Μεταφράσεις: reconstrução, de reconstrução, a reconstrução, reconstrução do, reconstrução de