Ανύπαντρος στα δανικά
Μετάφραση: ανύπαντρος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
enkelt, ugift, ugifte, den ugifte, gift
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανύπαντρος
ανύπαντροσ πατέρασ, ανύπαντρος λεξικό γλώσσας δανικά, ανύπαντρος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ανωφελής στα δανικά - profitless, unyttig, nytte til, ingen nytte, ingen nytte til
- ανόητος στα δανικά - urimelig, meningsløs, absurd, narre, snyde, fjols, fjolle, ...
- ανύψωση στα δανικά - toppunkt, højdepunkt, øverst, elevation, højde, forhøjelse, højden, ...
- ανώδυνος στα δανικά - smertefri, smertefrit, smertefrie
Τυχαίες λέξεις
Ανύπαντρος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: enkelt, ugift, ugifte, den ugifte, gift
Μεταφράσεις: enkelt, ugift, ugifte, den ugifte, gift