Ανύπαντρος στα τούρκικα

Μετάφραση: ανύπαντρος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tek, yalnız, evlenmemiş, evli olmayan, bekar, evli, bekâr
Ανύπαντρος στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανύπαντρος

ανύπαντροσ πατέρασ, ανύπαντρος λεξικό γλώσσας τούρκικα, ανύπαντρος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ανωφελής στα τούρκικα - boş, yararsız, faydasız, kazançlı, profitless, kârsız
  • ανόητος στα τούρκικα - anlamsız, aptal, kandırmak, fool, salak, aldatmasına
  • ανύψωση στα τούρκικα - doruk, zirve, yükseklik, yükselmesi, yükselme, elevasyon, yükselti
  • ανώδυνος στα τούρκικα - ağrısız, acısız, ağrısız bir, ağrısızdır
Τυχαίες λέξεις
Ανύπαντρος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: tek, yalnız, evlenmemiş, evli olmayan, bekar, evli, bekâr