Απαραίτητα στα δανικά
Μετάφραση: απαραίτητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nødvendigt, nødvendig, nødvendige, er nødvendigt, er nødvendige
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απαραίτητα
απαραίτητα αμινοξέα, απαραίτητα πράγματα για ταξίδι, απαραίτητα δικαιολογητικά για έκδοση διαβατηρίου, απαραίτητα για το μωρό, απαραίτητα καλλυντικά, απαραίτητα λεξικό γλώσσας δανικά, απαραίτητα στα δανικά
Μεταφράσεις
- απανθρωπιά στα δανικά - umenneskelighed, umenneskeligheden, umenneskelige, grusomheder
- απαντώ στα δανικά - svare, reagere, svar, besvare, svarer, besvarer
- απαραίτητος στα δανικά - nødvendigt, nødvendig, nødvendige, er nødvendigt, er nødvendige
- απαραβίαστο στα δανικά - ukrænkelighed, ukrænkeligheden, ukrænkelige, boligens ukrænkelighed
Τυχαίες λέξεις
Απαραίτητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nødvendigt, nødvendig, nødvendige, er nødvendigt, er nødvendige
Μεταφράσεις: nødvendigt, nødvendig, nødvendige, er nødvendigt, er nødvendige