Απαραίτητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: απαραίτητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
noodzakelijk, nodig, nodige, noodzakelijke, nodig is
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απαραίτητα
απαραίτητα αμινοξέα, απαραίτητα πράγματα για ταξίδι, απαραίτητα δικαιολογητικά για έκδοση διαβατηρίου, απαραίτητα για το μωρό, απαραίτητα καλλυντικά, απαραίτητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απαραίτητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- απανθρωπιά στα ολλανδικά - onmenselijkheid, de onmenselijkheid, onmenselijke, onmenselijkheid van, onmenselijk
- απαντώ στα ολλανδικά - oplossing, bescheid, reageren, antwoord, antwoorden, wederwoord, beantwoorden, ...
- απαραίτητος στα ολλανδικά - noodzaak, noodzakelijkheid, essentieel, vitaal, intrinsiek, noodzakelijk, nodig, ...
- απαραβίαστο στα ολλανδικά - onschendbaarheid, onaantastbaarheid, onschendbaar, de onschendbaarheid, zijn onschendbaar
Τυχαίες λέξεις
Απαραίτητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: noodzakelijk, nodig, nodige, noodzakelijke, nodig is
Μεταφράσεις: noodzakelijk, nodig, nodige, noodzakelijke, nodig is