Αποθαρρύνω στα δανικά
Μετάφραση: αποθαρρύνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
modløse, dishearten, modet fra, tage modet, tage modet fra
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποθαρρύνω
αποθαρρύνω english, αποθαρρύνω ετυμολογία, ενθαρρύνω συνώνυμα, αποθαρρύνω συνωνυμα, αποθαρρύνω λεξικό γλώσσας δανικά, αποθαρρύνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- αποθήκη στα δανικά - lager, lageret, oplag, pakhus, frilager
- αποθανών στα δανικά - sen, forsinket, sent, afdøde, afdødes, død, døde, ...
- αποθηκεύω στα δανικά - lager, depot, remise, forretning, forråd, butik, bin, ...
- αποθησαυρίζω στα δανικά - Assam, i Assam
Τυχαίες λέξεις
Αποθαρρύνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: modløse, dishearten, modet fra, tage modet, tage modet fra
Μεταφράσεις: modløse, dishearten, modet fra, tage modet, tage modet fra