Αποθαρρύνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: αποθαρρύνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перешкоджати, відговорювати, відмовити, приводити, призводити, наводити, спричинить, призвести
Αποθαρρύνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποθαρρύνω

αποθαρρύνω english, αποθαρρύνω ετυμολογία, ενθαρρύνω συνώνυμα, αποθαρρύνω συνωνυμα, αποθαρρύνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αποθαρρύνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αποθήκη στα ουκρανικά - виробу, вироби, товари, заспокійливий, спокійний, склад, складське устаткування, ...
  • αποθανών στα ουκρανικά - фіксування, запирання, омирається, померлий, помер, який помер, померла, ...
  • αποθηκεύω στα ουκρανικά - запас, склад, берегти, зберегти, крамниця, бункер, бункера
  • αποθησαυρίζω στα ουκρανικά - зберіть, накопичити, Ассам, асам
Τυχαίες λέξεις
Αποθαρρύνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: перешкоджати, відговорювати, відмовити, приводити, призводити, наводити, спричинить, призвести