Αποθαρρύνω στα ιταλικά
Μετάφραση: αποθαρρύνω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scoraggiare, disanimare, avvilire, dishearten, scoraggiare la, sconfortare
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποθαρρύνω
αποθαρρύνω english, αποθαρρύνω ετυμολογία, ενθαρρύνω συνώνυμα, αποθαρρύνω συνωνυμα, αποθαρρύνω λεξικό γλώσσας ιταλικά, αποθαρρύνω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αποθήκη στα ιταλικά - magazzino, deposito, magazzini, warehouse, del magazzino
- αποθανών στα ιταλικά - tardivo, tardo, tardi, defunto, deceduto, scomparso, defunti, ...
- αποθηκεύω στα ιταλικά - immagazzinare, magazzino, impresa, negozio, scorta, bidone, bin, ...
- αποθησαυρίζω στα ιταλικά - ammassare, accumulare, Assam, dell'Assam, di Assam, Assago
Τυχαίες λέξεις
Αποθαρρύνω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: scoraggiare, disanimare, avvilire, dishearten, scoraggiare la, sconfortare
Μεταφράσεις: scoraggiare, disanimare, avvilire, dishearten, scoraggiare la, sconfortare