Αποθαρρύνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: αποθαρρύνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verjagen, afschrikken, ontmoedigen, dishearten
Αποθαρρύνω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποθαρρύνω

αποθαρρύνω english, αποθαρρύνω ετυμολογία, ενθαρρύνω συνώνυμα, αποθαρρύνω συνωνυμα, αποθαρρύνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αποθαρρύνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αποθήκη στα ολλανδικά - warenhuis, afzetting, deposito, pakhuis, magazijn, opslagplaats, magazijn in, ...
  • αποθανών στα ολλανδικά - vergevorderd, laat, onlangs, overledene, overleden, overledenen, overlijdt, ...
  • αποθηκεύω στα ολλανδικά - winkel, voorraad, pakhuis, opslagplaats, zaak, magazijn, depot, ...
  • αποθησαυρίζω στα ολλανδικά - opeenhopen, opstapelen, ophopen, tassen, stapelen, opeenstapelen, Assam, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποθαρρύνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verjagen, afschrikken, ontmoedigen, dishearten