Ασκητής στα δανικά

Μετάφραση: ασκητής, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
asketisk, asketiske, asket, asketen, ascetic
Ασκητής στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασκητής

ασκητής english, ασκητής θάνος, ασκητής team, ασκητής του παγγαίου, ασκητής απιστία, ασκητής λεξικό γλώσσας δανικά, ασκητής στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ασθενικός στα δανικά - svag, sygelig, svageligt, syg, sygelige, sygeligt
  • ασθμαίνω στα δανικά - bukser, Pant, Buks, stønne
  • ασκητικός στα δανικά - asketisk, asketiske, asket, asketen, ascetic
  • ασκητισμός στα δανικά - askese, askesen, asketisme, asketiske
Τυχαίες λέξεις
Ασκητής στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: asketisk, asketiske, asket, asketen, ascetic