Ασκητής στα εσθονικά
Μετάφραση: ασκητής, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
erak, eremiit, askeetlik, askeet, askeetliku, askeetlikku, askeetlikud
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασκητής
ασκητής english, ασκητής θάνος, ασκητής team, ασκητής του παγγαίου, ασκητής απιστία, ασκητής λεξικό γλώσσας εσθονικά, ασκητής στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ασθενικός στα εσθονικά - mannetu, nõrk, haiglane, viril, hädine, kidur, ebatervislik
- ασθμαίνω στα εσθονικά - hingeldama, Pant, Pandi, püksid, huohottaen
- ασκητικός στα εσθονικά - askeetlik, askeet, askeetliku, askeetlikku, askeetlikud
- ασκητισμός στα εσθονικά - askeetlus, askees, askeetlikkus, asketismi
Τυχαίες λέξεις
Ασκητής στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: erak, eremiit, askeetlik, askeet, askeetliku, askeetlikku, askeetlikud
Μεταφράσεις: erak, eremiit, askeetlik, askeet, askeetliku, askeetlikku, askeetlikud