Ασκητής στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ασκητής, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аскет
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασκητής
ασκητής english, ασκητής θάνος, ασκητής team, ασκητής του παγγαίου, ασκητής απιστία, ασκητής λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ασκητής στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ασθενικός στα λευκορωσικά - балючы, хваравіты, балючае, хваравітае, хваравітага
- ασθμαίνω στα λευκορωσικά - цяжкае дыханне, важкае дыханне, стомленае дыханне
- ασκητικός στα λευκορωσικά - аскет
- ασκητισμός στα λευκορωσικά - аскетызм, аскетызму
Τυχαίες λέξεις
Ασκητής στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: аскет
Μεταφράσεις: аскет