Ασκητής στα σουηδικά
Μετάφραση: ασκητής, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
asketiska, asket, asketisk, asketen, asketiskt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασκητής
ασκητής english, ασκητής θάνος, ασκητής team, ασκητής του παγγαίου, ασκητής απιστία, ασκητής λεξικό γλώσσας σουηδικά, ασκητής στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ασθενικός στα σουηδικά - orkeslös, klen, matt, svag, sjuklig, sjukligt, sjukliga, ...
- ασθμαίνω στα σουηδικά - flämta, byxa, byxan, pant
- ασκητικός στα σουηδικά - asket, asketiska, asketisk, asketen, asketiskt
- ασκητισμός στα σουηδικά - asceticism, asceticismen, askes, asketism, asketismen
Τυχαίες λέξεις
Ασκητής στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: asketiska, asket, asketisk, asketen, asketiskt
Μεταφράσεις: asketiska, asket, asketisk, asketen, asketiskt