Βεβαιότητα στα δανικά

Μετάφραση: βεβαιότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sikkerhed, vished, sikkerhed for, sikkert
Βεβαιότητα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βεβαιότητα

βεβαιότητα συνώνυμα, βεβαιότητα ορισμος, βεβαιότητα μετάφραση, βεβαιότητα λεξικό, βεβαιότητα λεξικό γλώσσας δανικά, βεβαιότητα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • βδελυρός στα δανικά - hæslige, hæslig, hæsligt, modbydelige, afskyelige
  • βεβαίως στα δανικά - nok, sikkert, bestemt, helt sikkert, helt, hvert fald
  • βεβαιώνομαι στα δανικά - jeg sikre, jeg sørge, jeg sørge for, jeg sikre mig
  • βεβαιώνω στα δανικά - forsikre, love, attestere, certificere, bekræfter, attesterer
Τυχαίες λέξεις
Βεβαιότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sikkerhed, vished, sikkerhed for, sikkert